Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ήθισις — ἤθισις, ἡ (Α) (στον Αριστοτ.) πιθανόν εσφ. ανάγν. αντί τού ορθού τ. ήθησις* … Dictionary of Greek